- δευτερόνεννη, η
- δευτερόγεννη, η αυτή που γεννάει για δεύτερη φορά: Είναι μάνα δευτερόγεννη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.